- κιλίκιο
- Ένδυμα από χοντρό ύφασμα, φτιαγμένο από τρίχες καμήλας ή κατσίκας. Το φορούσαν κατάσαρκα οι Εβραίοι προφήτες και ιεροκήρυκες ως ένδειξη μετάνοιας. Αντίθετα, οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν αυτό το ύφασμα για στρατιωτικές ανάγκες και έφτιαχναν κουβέρτες, σάκους, ρούχα κ.ά. Το κ. αποτέλεσε σύμβολο μετάνοιας και για τους χριστιανούς μετανοητές, οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν ως μέσο αυτοτιμωρίας, μεγαλύτερου θρησκευτικού ζήλου και κατευνασμού της σάρκας. Τελικά, το κ. περιορίστηκε σε μια απλή λωρίδα ή ζώνη με προεξέχουσες βελόνες ή καρφιά, με την οποία οι μετανοούντες έζωναν τη μέση, τους βραχίονες και τις κνήμες τους.
Dictionary of Greek. 2013.